πριστός

πριστός
-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πριστός — sawn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστόν — πριστός sawn masc acc sg πριστός sawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοῖς — πριστός sawn masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοῖσι — πριστός sawn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοί — πριστός sawn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοῦ — πριστός sawn masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστή — πριστός sawn fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστῶ — πριστός sawn masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστῷ — πριστός sawn masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόπριστος — νεόπριστος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύ πριστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”